- δύσιππα
- δύσιπποςhard to ride inneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υλώδης — ες / ὑλώδης, ῶδες, ΝΑ [ύλη] ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾱσα ὑπ ἐρημίας ἦν», Θουκ.) αρχ. 1. υλικός 2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.) 3. (το ουδ.… … Dictionary of Greek